Ένα από τα μεγαλύτερα «πουλέν» του Championship Manager 03/04, μιλά στο fmgreece με αφορμή τη Retro Week, για την αγάπη που δέχθηκε λόγω του παιχνιδιού, αλλά και την καριέρα του μακριά από την «οθόνη»!
Σε μία εποχή όπου την θέση της 3D απεικόνισης είχε η φαντασία, στα «χωράφια» του ιταλικού ποδοσφαίρου υπήρχε ένας 21χρονος Βραζιλιάνος που «άδειαζε» με την ίδια ευκολία τον συμπαθέστατο Βαγγέλη Κουτσόπουλο και τον Ρομπέρτο Κάρλος! Κανείς δεν αναρωτιόταν πώς είναι δυνατόν. Αρκούσαν οι διψήφιοι αριθμοί σε γκολ και ασίστ στο τέλος της σεζόν και ένας μέσος όρος απόδοσης που ξεκινούσε από το 8 και… βλέπουμε. Ο Τολέντο, το «golden boy» της άσημης Καταντσάρο που μπορούσες να τον αποκτήσεις είτε είχες τα «ηνία» του Ακράτητου, είτε της Ρεάλ Μαδρίτης για περίπου 300.000 ευρώ και εξελισσόταν σε έναν από τους καλύτερους εξτρέμ του Championship Manager 03/04, μίλησε στο Φάνη Τσοκανά για λογαριασμό του fmgreece, με αφορμή τη Retro Week για την αγάπη που βίωσε από τους φίλους του παιχνιδιού, την real life καριέρα του και το σύντομο πέρασμά του από την Ελλάδα, για λογαριασμό της Καβάλας!
-Ήξερες για την ύπαρξή σου στο παιχνίδι;
«Συχνά υπήρχαν άνθρωποι που μου μιλούσαν για αυτό. Δέχθηκα πολλή αγάπη από τον κόσμο εξαιτίας του Championship Manger και πραγματικά είμαι ευγνώμων».
-Πώς νιώθεις που έκανες ανθρώπους χαρούμενους, δίχως να το γνωρίζεις;
«Είναι πολύ ευχάριστο να μοιράζεις χαρά, έστω κι αν προέρχεται μέσω ενός παιχνιδιού. Ουσιαστικά έγινα μέρος της ζωής ανθρώπων που δεν με ήξεραν και δεν τους ήξερα. Κάθε φορά που το σκέφτομαι ή γίνομαι αποδέκτης εκδηλώσεων αγάπης, καταλαβαίνω πως για κάποιους το συγκεκριμένο παιχνίδι σημαίνει πάρα πολλά και είναι απόδειξη της λατρείας τους για το ποδόσφαιρο. Όπως και να έχει, τους ευχαριστώ πάρα πολύ».
-Στην πραγματικότητα, έμεινες σχεδόν σε ολόκληρη την καριέρα σου στην Ιταλία, αλλά είχες ένα σύντομο διάστημα στην Ελλάδα, για λογαριασμό της Καβάλας.
«Έμεινα για λίγο, αλλά το απόλαυσα όσο κράτησε. Δεν έχω καταλάβει μέχρι σήμερα γιατί έφυγα τόσο σύντομα. Άκουγα πως υπάρχουν οικονομικά προβλήματα στον σύλλογο, αλλά θεωρώ πως μπορούσα να προσφέρω περισσότερα. Ήμουν σε καλό επίπεδο σε εκείνη τη χρονική περίοδο. Ίσως αν είχα πάρει κάποιες ευκαιρίες, να είχα κάνει καριέρα στην Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση ήταν μία όμορφη εμπειρία».
-Έτσι, όμως, άνοιξε ξανά ο δρόμος της Ιταλίας.
«Η Ιταλία είναι το σπίτι μου. Είμαι Βραζιλιάνος, αλλά νιώθω και Ιταλός. Άλλωστε, ζω ακόμη εδώ. Υπήρξαν μεγάλα «σκαμπανεβάσματα» στην καριέρα μου, αλλά πάντα προσπαθούσα για το καλύτερο. Νιώθω ευλογημένος που είχα την τιμή να παίξω σε μία ομάδα όπως η Νάπολι, υπό τις οδηγίες του Τζιαν Πιέρο Βεντούρα. Ήταν μία δύσκολη περίοδος για έναν σπουδαίο σύλλογο, αλλά χαίρομαι που έβαλα ένα «λιθαράκι» στην επιστροφή του εκεί, όπου πραγματικά ανήκει. Με σεβάστηκε τόσο η Νάπολι, όσο και οι οπαδοί της. Πλέον, δηλώνω κι εγώ φανατικός οπαδός της. Δεν χάνω παιχνίδι της».
-Είχες ποτέ πρόταση να επιστρέψεις στην Ελλάδα;
«Όχι, ποτέ. Η αλήθεια είναι πως θα το ήθελα. Στην Περούτζια είχα την ευκαιρία να γνωρίσω και έναν συμπατριώτη σας, τον Ζήση Βρύζα. Εξαιρετικός παίκτης. Επίσης, είχα πολύ καλές σχέσεις με το Σέζαρ Ροζάλες, τον Περουβιανό μέσο που πέρασε σχεδόν όλη την καριέρα του στην Ελλάδα. Μέγας μπαλαδόρος. Υπήρξε και διεθνής με τη χώρα του κάποτε».
-Είναι στα σχέδιά σου να παραμείνεις κοντά στο ποδόσφαιρο;
«Έχω ιδρύσει ένα γραφείο εκπροσώπησης παικτών στην Ιταλία, όπου είμαι εγκατεστημένος με την οικογένειά μου. Δεν βλέπω να μετακινούμαι σε άλλη χώρα εύκολα. Η Βραζιλία είναι πάντα μία επιλογή, αλλά είμαι πολύ δεμένος με την Ιταλία. Μεγάλωσα και απέκτησα όσα έχω σε αυτήν».
-Θέλεις να στείλεις κάποιο μήνυμα σε όσους θα διαβάσουν αυτήν τη συνέντευξη;
Σίγουρα, μερικούς από αυτούς, τους έχεις κάνει χαρούμενος κατά καιρούς. «Νομίζω πως τους οφείλω ένα τεράστιο ευχαριστώ για την αγάπη και το ενδιαφέρον που δείχνουν προς το πρόσωπό μου. Ελπίζω να τους αρέσει η ιστορία μου. Στέλνω μια μεγάλη αγκαλιά σε όλους. Να είστε πάντα καλά».