Ημουν λέει για ταξίδι μαζί με τον αδερφό μου, τη μητέρα μου, δυο (!) κουτσούβελα (εγώ μέχρι πριν νόμιζα οτι είχα ΕΝΑΝ ανιψιο), και άλλες δυο θείτσες που ούτε που τις ήξερα. (
)
Δεν θυμάμαι τι ακυρίλες γίνανε κατα τη διάρκεια του ταξιδιού, αλλά σε μια στιγμή κάναμε μια στάση στο σπίτι μας.
Εδώ θυμάμαι μόνο οτι η μια απο τις θείτσες, μας έβαλε όλους για ύπνο απο τις 8 η ώρα, και έλεγε κάτι συντηρητικά του τύπου
"ξέρετε τι φταίει που δεν έχετε όρεξη να ξεκουραστείτε; Αυτά τα μαραφέτια!! (δείχνοντας το PC) Θα σας τα κλείσω εγώ, και πείτε με όπως θέλετε"
Τώρα αρχίζει το καλό.
Μετά βρισκόμασταν όλοι αυτοί στο σπίτι μου στο Ηράκλειο. Που όμως τώρα που το σκέφτομαι, ήταν στο σπίτι ενός φίλου μου, στην ανηφόρα προς το ΤΕΙ (και η ανηφόρα έμοιαζε πιο απότομη, και όχι τόσο ψηλά σε σχέση με την υπόλοιπη πόλη)
Εγώ ήμουν έξω στο δρόμο, όταν παρατήρησα οτι απο κάπου έβγαινε καπνός στον ορίζοντα. Απο τις σπίθες που κόχλαζαν κιόλας, κατάλαβα οτι ήταν απο το ηφαίστιο της Σαντορίνης.
Μέχρι να προλάβω να ειδοποιήσω τους υπόλοιπους, έρχεται ένα τσουνάμι. Που θα φτάσει μωρε σε ύψος;; Μέχρι τα παραλιακά σπίτια;
Αμ δε, το βλέπω να έρχεται μέχρι το σημείο που βρισκόμασταν.
Πηδάω αμέσως στο μπαλκόνι, και πάνω στην ταραχή μου έχει πέσει και το τσαντάκι με τα κινητά, τα πορτοφόλια και ιστορίες, και φωνάζω στην κοπέλα που έτρεχε να γλιτώσει δίπλα μου (μια που την ήξερα μέχρι το λύκειο. Ζντοινγκ!! ούτε που με νοιάζει αμα ζει), αλλά αυτή ήταν κουφάλογο.
Ετσι πριν τρέξω κάτω, σκάει και δεύτερο τσουνάμι, με τους πάντες να τρέχουν πάνω προς το ΤΕΙ για να σωθούν, και χάνουμε τα πράγματα μου μια και καλή.
Μετά απο λίγα δευτερόλεπτα καθησυχασμού, βλέπω όλη τη θάλασσα να τραβιέται προς τα έξω (φαίνονταν τα φύκια σαν λιβάδι), οπότε μπαίνω στο σπίτι αφού αυτό σήμαινε νέο τσουνάμι.
Τελικά είναι τόσο μεγάλο, που φτάνει μέχρι το ταβάνι του διαμερίσματος μας, και εμείς πνιγόμαστε αβοήθητοι. Εδώ λοιπόν που λέω "πάει, τελείωσε", ευτυχώς τελευταία στιγμή το νερό υποχωρεί, και ευτυχώς δεν μετράμε απώλειες.
Αργότερα η θάλασσα υποχωρεί και πάλι, οπότε τρέχουμε να ανεβούμε στο παραπάνω διαμέρισμα (που παρεπιπτόντως δεν βρήκαμε να κατοικεί κανεις), κι έτσι τη γλιτώνουμε. Στο μεταξύ όλα γίνονται με τη συνοδεία δυνατής βροχής.
Όταν η θάλασσα ξανανεβαίνει όμως, μερικοί απο μας πρόλαβαν να ανέβουν στο 3ο διαμέρισμα, αλλά εγώ όχι, και το νερό έφτασε μέχρι το ταβάνι μας, οπότε κόντεψα και πάλι να πνιγώ. Όταν υποχώρησε το νερό, ανεβηκα στον 3ο.
Με το που βλέπω τη θάλασσα να υποχωρεί και πάλι προς τη Σαντορίνη, αποφασίζουμε όλοι να ξανανέβουμε οσο μπορούμε. Χάνομαι με τους πάντες, και ακολουθώ τον αδερφό μου. Ανεβαίνουμε κάτι σκαλιά. Μετά έχει κι άλλα σκαλιά.
Μετά έχει κι άλλα σκαλιά προς διαφορετικές κατευθύνσεις, και κάπου εδώ αρχίζουμε και χωριζόμαστε.
(ουσιαστικά ήταν σαν λαβύρινθος με σκαλιά)
Βρίσκομαι παλι σε σκοτεινό διάδρομο. Βρίσκω κι άλλα σκαλιά. Τα ανεβαίνω.
Ανεβαίνω κι άλλα σκαλιά. (έχει αρχίσει να με φοβίζει και το ύψος για κάποιο λόγο)
Μετά ανεβαίνω κι άλλα σκαλιά.
Κάτι "ορόφους" αργότερα, βλέπω τα τελευταία σκαλιά.
Τα ανεβαίνω, ανοίγω το πορτάκι, και επιτέλους βρίσκομαι στην ταράτσ....
Εμμμ.... δεν μου μοιάζει και πολύ για ταράτσα κτιρίου σε ένα Ηράκλειο εκτάκτου ανάγκης.
Βρισκόμουν σε ένα καλιγραφικό στέγαστρο Ιαπωνικού τύπου (λιακάδα εν τω μεταξύ), με πλακόστρωτο πάτωμα (χωρίς κάποιο γκρεμό η κάτι τέτοιο)
Στις άκρες βρίσκονται κάτι Ασιάτισσες με κόκκινα κολάν (σε φάση Γκραν Πρι Ιαπωνίας ξερω γω), και δίπλα μου βρίσκεται ένας γέρος που έμοιαζε... χμμ... ποιον μου θυμίζει μωρε...
Α ναι, σαν Πάπας έμοιαζε.
Εν πάσει περιπώσει, πάω λίγο έξω να πάρω τηλέφωνο τον πατέρα μου να τον ειδοποιήσω για τη θεομηνία. Αφού βλέπω οτι δεν πιάνει σήμα, λέω να κατεβω πάλι κάτω.
Παω στον παππού: "Καλημέρα γέροντα, απο που πάμε για κάτω;"
"Φίλε μου, Βατικανό είσαι εδώ"
"Και πως γυρίζω πίσω;"
"Απο την τρύπα"
Και προσπαθώ εγώ να πηδήξω πάνω στα πλακάκια που έμοιαζαν "άσχετα", αλλά δεν ανοίγει τίποτα.
"Απο την πόρτα φίλος"
"Μιλάς με γρίφους γέροντα"
"Εδώ ρε!!"
Και μου δείχνει μια καταπακτή.
Την ανοίγω, μπαίνω μέσα...
THE END
Κλαπ-κλαπ-κλαπ....